μικρόφωνος

μικρόφωνος
μικρόφωνος
weak-voiced
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μικρόφωνος — η, ο (Α μικρόφωνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόφωνο τεχνολ. συσκευή που μετατρέπει την ηχητική ενέργεια σε ηλεκτρική και αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο τών σύγχρονων συστημάτων εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • μικροφωνότερον — μικρόφωνος weak voiced adverbial comp μικρόφωνος weak voiced masc acc comp sg μικρόφωνος weak voiced neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόφωνον — μικρόφωνος weak voiced masc/fem acc sg μικρόφωνος weak voiced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφώνοις — μικρόφωνος weak voiced masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφώνων — μικρόφωνος weak voiced masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόφωνα — μικρόφωνος weak voiced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόφωνοι — μικρόφωνος weak voiced masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροφωνία — μικροφωνία, ἡ (Α) [μικρόφωνος] ισχνότητα ή αδυναμία φωνής («ἀλλ ἐπειδή ἐστιν ἕτερον τὸ βαρὺ καὶ τὸ ὀξὺ ἐν φωνῇ, μεγαλοφωνίας καὶ μικροφωνίας», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • μικρόφωνο — Ηλεκτρομηχανικό σύστημα ικανό να μετατρέπει τα ηχητικά κύματα που προσκρούουν πάνω σε αυτό, σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις. Η λειτουργία του μ. βασίζεται ουσιαστικά στο ότι τα ηχητικά κύματα όταν προσκρούουν για παράδειγμα πάνω σ’ ένα έλασμα, αυτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”